- εθελοκακώ
- (AM ἐθελοκακῶ) [εθελόκακος]θέλω να είμαι κακόςαρχ.(για στρατιώτη) δείχνω επίτηδες δειλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐθελοκάκῳ — ἐθελόκακος guilty of wilful cowardice masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθελοκάκησις — εθελοκάκησις, η (AM) [εθελοκακώ] εκούσια παραμέληση τού καθήκοντος … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek